- συμφιλιωτής
- οαυτός που συμφιλιώνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμφιλιωτής — ο, θηλ. συμφιλιώτρια, Ν [συμφιλιώνω] αυτός που συντελεί σε συμφιλίωση, που φέρνει συμφιλίωση … Dictionary of Greek
διαλλακτής — διαλλακτής, ὁ (Α) ο συμφιλιωτής και συγκεκριμένα άτομο γνωστό για την σωφροσύνη, την αντικειμενικότητα και το κύρος του, τον οποίο καλούσαν αντίπαλες φατρίες να συμφιλιώσει με σκοπό την αποφυγή εμφύλιου πολέμου, όπως π.χ. ο Σόλων … Dictionary of Greek
ειρηνευτής — ο (θηλ ειρηνεύτρια και ειρηνεύτρα) (Μ εἰρηνευτής) ειρηνοποιός, συμφιλιωτής … Dictionary of Greek
καταλλακτήρ — καταλλακτήρ, ῆρος, ὁ (Μ) [καταλλάσσω] ο συμφιλιωτής … Dictionary of Greek
συμφιλιωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συντελεί στη συμφιλίωση («οι συμφιλιωτικές προσπάθειες απέδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφιλιωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
συναρμοστής — ο, ΝΜΑ [συναρμόζω] αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής μσν. μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων αρχ. α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης … Dictionary of Greek
φιλιαστής — ὁ, Α [φιλιάζω] (κατά τον Ησύχ.) συμφιλιωτής … Dictionary of Greek
φιλιωτής — ὁ, Α [φιλιώ] (κατά το λεξ. Σούδα) συμφιλιωτής … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
ειρηνευτής — ο θηλ. εύτρια και εύτρα ειρηνοποιός, συμφιλιωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)